Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

- Μαμά εγώ κλαίωωωωωωωωωωωωωω ΙΙΙ


- Μαμά εγώ κλαίωωωωωωωωωω
- Τι έχεις μωράκι μου;
- Έχω μίμι στο χεράκι
- Για να το δω εγώ, να το κάνω μάκια να περάσει… Δεν έχεις τίποτα μωρό μου
- Όχι ακόμη
(σφίγγοντας με το ένα χέρι το άλλο)

- Μαμά εγώ κλαίωωωωωωωωωωωωωω Ι



- Γιατί κλαις μωράκι μου;
- Δεν είμαι μω(ρ)ό!
- Τι είσαι;
- Είμαι Αγό(ρ)ι… και εγώ κλαίωωω...
- Τι έχεις;
- Με πονάει η μέση μου!
- Πού είναι η μέση σου; Δείξε μου.
- Εδώ!


(Το εδώ πότε είναι ο αφαλός, πότε το στέρνο, πότε γενικά η κοιλιά, ανάλογα με το τι δούλεψε ή δεν δούλεψε την τελευταία φορά)



- Θα με πάρεις αγκαλιά να με κάνεις καλό – καλό; (=αγκαλιά και χάδι στην
πλάτη υπό τους ήχους του « καλόοο.. καλό…)
/ να μου χαδέψεις την κοιλίτσα μου;

- Μαμά εγώ κλαίωωωωωωωωωωωωωω ΙΙ



- - Μαμάααααααααααααααααααααα
- Τι έπαθες μωρό μου;
- Έκανα μίμι στο χεράκι μου.
-Έλα να το κάνω μάκια να περάσει… Ζμάτς!
- Έλαααααααα.. Σήκω (τράβηγμα από χέρια, πόδια, ρούχα εναλλασσόμενο μεν επίμονο δε)
- Τι θες;
- Να το κάνεις ντα – ντα – ντα!
- Σε λίγο
- Τώωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωλα
- Οκ. Πάω. Ντα – ντα – ντα κακό σκαλί / ντουλάπι / πάτωμα που έκανες μίμι στο μωρό μου


(Άρτι αφιχθείσα με το νέο κούρεμα-χτένισμα-φράντζα)


Μάμααααααααααααα Σου πέφτουν τα μαλλιά στα μάτια. Κάτσε να σε φτιάξω…

Έλααααααα….

Κάτσε σου λέω.

Έτσι. Έτσι. Τώλα είσαι ωλάιααααααααα….


(μαμά: Ουάααα, θέλω τη μαμά μου. Πάει το μαλλί μου. Τον καλικάντζαρο θα κάνω και φέτος!)


Θα μου πεις τα κάλαντα;


Τίγωνα Κάλαντα μες στη γειτονιά...

Δουλειά


(Ξυπνώντας από τον μεσημεριανό ύπνο εκνευρισμένος, έρχεται και κάνει παρατηρήση με το δάχτυλο υψωμένο)




- Γύρισα από τον παιδικό και ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ ΣΠΙΤΙ!
Άντε!

(μεταβολή, αποχωρεί θυμωμένος)

Τι δουλειά κάνει η μαμά;


- Μαμά δεν θα πας άλλο στη δουλειά. Τέρμα!
- Πρέπει να πάω, να πάρω λεφτά, να πάμε στον καφού(ρ)η [carfour] να ψωνίσουμε.

(σκέψη, σιωπή, περισυλλογή)

- Θα 'ρθω και 'γω στη δουλεια!
- Τι κάνει η μαμά στη δουλειά;
- Κάθεται στο πισί!

(κάθε φορά που με βλέπει στο p.c. του λέω ότι έχω δουλειά, οπότε στο μυαλό του στη δουλειά πάω και κάθομαι μπροστά στο p.c.)

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Θέλεις να πάρουμε 1 μωρό στο σπίτι;


Όχι, έχω στον παιδικό.

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Οι χρήσεις του Σαλονιού


(Κατά χρονολογική σειρά)

1. Βόλτες με το καρότσι (για χαλάρωση.. μήπως και με πάρει ο ύπνος -κατά προτίμηση μεταμεσονύχτιες ώρες- ή απλά για χαβαλέ)

2. Βόλτες με το ποδήλατο (πάντα έχει περισσότερη πλάκα να χτυπάς πάνω στα έπιπλα από ότι στην αυλή)

3. Βόλτες για τα τηλεκατευθυνόμενα με ιδιαίτερη έμφαση στα τρακαρίσματα! (Έχω ήδη καταστρέψει ολόκληρες σειρές αυτοκινήτων και συνεχίζω μέχρι να ανακαλύψω το επόμενο στάδιο)

Εναλλακτικές προτάσεις: κυνηγητό γύρω από την τραπεζαρία και κρυφτό κάτω από τις καρέκλες της, ανέβασμα στις πλάτες του σαλονιού (συνοδευόμενη από 1 πτώση), άδειασμα όλου του σύνθετου από τα κρύσταλλά του, μεταφορά επίπλων, ζημιές παντός είδους

Λοιπά δωμάτια: Προσεχώς

Χρήμα



Έχω ένα πρόβλημα με τα λεφτά. Δεν τα πάω καλά με τους αριθμούς. Επειδή παίρνω και όλα τα κεριά από το παγκάρι, συμφωνήσαμε στο εξής:




όταν το λεφτό έχει πάνω το 1, θα παίρνω 1 κερί
όταν το λεφτό έχει πάνω το 2, θα παίρνω 2 κεριά.

Ψάχνοντας τα λεφτά στο αυτοκίνητο, ανακάλυψα και 1 ωραίο κόκκινο λεφτό με το 5 επάνω.
Το παίρνω όλο χαρά και ορμάω έξω από το παρκαρισμένο αυτοκίνητο προς την εκκλησία φωνάζοντας με το κέρμα ψηλά μέσα στη χούφτα μου.


5 κεριά!


5 κεριά!!!
ΥΣ. Πριν φτάσω τρέχοντας στα κεριά, κάτι με άρπαξε και με σήκωσε στον αέρα.
Το πάλεψα όσο μπορούσα αλλά βρέθηκα για ακόμα μία φορά με 1 μόνο κερί στο χέρι.
Αδικία! Αφού έγραφε 5 που σας λέω!

'τυπωτη!... 'τυπωτή!


Την πρώτη μου λέξη την είπα όταν ήμουν ενός έτους. "'τυπωτή" (=εκτυπωτή). Ο εκτυπωτής μου έκανε εντύπωση, αυτό είπα. Το επανέλαβα κάποιες φορές και για τα επόμενα 2,5 χρόνια δεν ξαναείπα κουβέντα. Ούτε μαμά, ούτε μαμ. Τίποτε. Μούγκαφον.

Βολευόμουν με την νοηματική, μέχρι τη στιγμή που πήγα στον παιδικό. Εκεί ανακάλυψα πως οι υπόλοιποι πιτσιρίκοι επέμεναν να μην με καταλαβαίνουν, παρ' όλα τα κατακέφαλα που τους έριχνα. Δεν μου άφησαν άλλη επιλογή.


Αναγκάστηκα να μιλήσω.


Και καλοσόρισα το πισί στη ζωή μου.

Η κ. Μαργαρίτα


Τη στιγμή που όλοι έβαζαν στοιχήματα για τον παιδικό με την εκδοχή "θα με αποβάλλουν" να μάχεται σώμα με σώμα με την εκδοχή "θα μου τις βρέξουν και δεν θα θέλω να ξαναπατήσω", η κ. Μαργαρίτα έκανε τη διαφορά και όχι μόνο πήγα και κάθισα στον παιδικό αλλά κάνω φασαρία για να πηγαίνω μέχρι και τα Σαββατοκύριακα και τα απογεύματα.

Καθώς είμαι πολύ γλυκούλης και όμο(ρ)φος όπως διαπίστωσε -και εγώ το υιοθέτησα και συστήνομαι έτσι έκτοτε-, με ανέλαβε και με προσέχει κατ' αποκλειστικότητα. Μου αλλάζει ρούχα γιατί λερώνομαι όλη την ώρα, με προσέχει να τρώω λίγο - λίγο (όπως λέει και η κυρία Δέ(σ)ποινα) για να μην κάνω εμετό και προπάντων όλο και κάποιο γλυκό κρύβει μόνο για μένα, που το ανακαλύπτω πάντα χωμένος στα ντουλάπια και το ψυγείο του παιδικού.


Στον παιδικό έχω εξηγήσει (κυρίως χειρωνακτικά) στα υπόλοιπα παιδιά ότι εγώ κάνω κουμάντο (μέχρι και συμμορία έχω οργανώσει) και προπάντων φασαρία. Παρ' όλα αυτά δεν εννοούν να το καταλάβουν όλοι.


Έτσι, ένα παιδάκι μια μέρα έκλαιγε όλη την ώρα. Εκνευρίστηκα γιατί μόνο εγώ έχω το δικαίωμα να κάνω φασαρία. Δεν έκανα τίποτα. Η κυρία Μαργαρίτα πήγε να το ηρεμήσει. Πάλι δεν είπα τίποτα. Εκείνο δεν ηρεμούσε. Ούτε έκανα, ούτε είπα τίποτα. Αφού η κυρία Μαργαρίτα διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να το ηρεμήσει, του είπε γεμάτη απόγνωση "Σταμάτα, σε παρακαλώ. Με πονάει το κεφάλι μου!" Σηκώθηκα, του έριξα ένα κατακέφαλο, χωρίς να πω τίποτα και επέστρεψα στη θέση μου.


Έβγαλε αμέσως το σκασμό.


Έτσι καθαρίζει ο άντρας όταν βασανίζουν τα κορίτσια του.
Έβηξε κανείς;

Αχ, αυτός ο Έρωτας!


Πέρυσι λεγότανε Κλειώ. Από τη διπλανή τάξη, μεγαλύτερη, ψηλότερη, σγουρομάλλα, μια κούκλα. Φυσικά και κυνηγούσα και άλλες (εκτός του παιδικού πάντα, οπουδήποτε δεν με έβλεπε η Κλειώ). Τις στρίμωχνα, τις σφιχταγκάλιαζα (αν και πάντα διάλεγα ψηλότερες και συνήθως μεγαλύτερες) και όταν αντιδρούσαν στο κεφαλοκλείδωμα έντρομες, τους έριχνα μια στο καλαμίδι και αποχωρούσα με το κεφάλι ψηλά, πριν με αρπάξουν οι γονείς τους.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω την φάτσα της μάνας μου, όταν συγκινημένη συνάντησε στην αποχαιρετιστήρια γιορτή του παιδικού, την παρολίγον συμπεθέρα της. Μας βγάζανε όλη την ώρα φωτογραφίες, η Κλειώ να με κοιτάζει στα μάτια αλλά εγώ κοίταζα αλλού. Είχα ήδη αποφασίσει ότι είμαι πολύ μικρός για δεσμεύσεις.

Φέτος λέγονται Στεφανία και Υβόννη. Ναι, έχω δυο και στον ίδιο παιδικό. Αποθρασύνομαι λες; Η Στεφανία πάντως έχει το προβάδισμα (καθώς τις περισσότερες φορές είναι η πρώτη που πηγαίνει στον παιδικό και εγώ δεύτερος, οπότε περνάμε πολύ ώρα οι 2 μας μέχρι να εμφανιστούν και οι υπόλοιποι). Την κούκλα από το κουκλοθέατρο την είπα Στεφανία (Θεία Άντα, ευχαριστώ πολύ για το δώρο, το σέρνω όλη την ώρα από εδώ και από εκεί το κουκλοθέατρο, σκυλί, δεν παθαίνει τίποτα).

Υβόννη, Στεφανία... και φυσικά κοιτάζω και άλλες. Θες κάτι;

Υ.Σ. Την Κλειώ την αποφεύγω συστηματικά φέτος και ας με διεκδικεί, διακριτικά μεν επίμονα δε.